- ὑπερτιμῶντες
- ὑπερτιμάωhonour exceedinglypres part act masc nom/voc plὑπερτῑμῶντες , ὑπερτιμάωhonour exceedinglypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερτιμώ — ὑπερτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία μεγαλύτερη από την πραγματική (α. «υπερτιμά τις δυνάμεις του» β. «πότερον ὑπερτιμῶντες ὡς εὐεργέτην ἔκρυπτον αὐτόν», Σοφ.) νεοελλ. αυξάνω την τιμή εμπορευμάτων ή άλλων οικονομικών αγαθών … Dictionary of Greek